- φιλαριστοτέλης
- φιλαριστοτέληςadmirer of Aristotlemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλαριστοτέλης — και φιλοαριστοτέλης, ὁ, Α φίλος, θαυμαστής τού Αριστοτέλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + Ἀριστοτέλης] … Dictionary of Greek
φιλοαριστοτέλης — ὁ, Α βλ. φιλαριστοτέλης … Dictionary of Greek